Το Μοναστήρι
Με μεγάλη λαμπρότητα γιορτάζανε το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής , την πρώτη Παρασκευή, μετά το Πάσχα. Πρωί-πρωί ξεκινούσαν από το χωριό ντυμένοι με τα καλά τους, τρανοί και μικροί. Το μοναστήρι είναι μία ώρα πάνω από το χωριό. Οι πιο μεγάλοι ετοιμάζανε τα μουλάρια με τις κόκκινες γιαμπόλες και με τα ζιγκιά (ειδικά για τα πόδια) ανηφορίζανε καβάλα και με περηφάνια καμαρώνανε να βλέπουν τους νεότερους να ανεβαίνουν με πολλή χαρά και να περνάνε το μονοπάτι στα ζωνάρια σκαρφαλώνοντας σαν τα κατσίκια. Χαρά Θεού ο κούκος και τα πουλιά να κελαηδούνε.
Στο πανηγύρι ερχότανε και από τα γύρω χωριά Γιαννοχώρι, Σλήμνιτσα, Μονόπυλο, Λειβαδοτόπι, Κοτύλη, Πευκόφυτο σε άλογα καβάλα που το σαμάρι το στόλιζαν οι γιαμπόλες, το όμορφο καπίστρι, τα ζιγκιά.
Δεν έλειπε σε κάθε πανηγύρι και ο πραματευτής από το Γιαννοχώρι, ο Σωτήρης Γόρτσης που η πραμάτεια του ήτανε για τα παιδιά ζαχαρωτά, μπιμπλιά, σταφίδες, τρουμπέτες, σφυρίχτρες, και πολλά άλλα που τα παιδιά χαιρότανε.
Τελειώνοντας η λειτουργία κάνανε χρόνια πολλά και σπάγανε κόκκινα αβγά και ξεκινούσαν για το λιβάδι. Ο κάθε μαχαλάς είχε το μέρος που κάθε χρόνο στρώνανε και ετοιμάζανε για το φαγητό τα τραπεζομάντηλα. Όλοι γύρω καθότανε σταυροπόδι και άρχιζε πρώτα με το ρακί, μεζέδες, στρώνανε τα φαγητά μαγειρεμένα και ψητό αρνί, κατσίκι και το κρασί στην κόφα. Τελειώνοντας το φαγητό οι οργανοπαίχτες θα παίζανε πρώτα τον χαβά για να τονώσουν και να ετοιμαστούν για το χορό.
Σ’ ένα πανηγύρι έγινε μια παρεξήγηση, όπως φάνηκε, η ρακή την έκανε. Γιατί οι οργανοπαίκτες να παίξουν εκεί, εμείς θέλουμε εδώ, που χάλασε για λίγο το κέφι. Πάνω στη φασαρία έγινε το θαύμα της Παναγίας. Ένας δυνατός θόρυβος πάνω στα βράχια ακούστηκε, ένας δυνατός βρόντος, που όλοι σταμάτησαν. Τότε όλοι τους καταλάβανε πως η Παναγιά δεν θέλει φασαρίες, αλλά θέλει χαρές και γλέντια. Αμέσως άρχισε ο χορός. Το έθιμο ήτανε πρώτος να χορέψει ο παπάς, σε συνέχεια ο πιο γεροντότερος και όλοι μαζί άντρες και γυναίκες κάνανε ένα μεγάλο κύκλο. Με το κλαρίνο, το βιολί και το ντέφι γύρω στα δέντρα στήνανε το χορό και τα πουλιά κελαηδούσανε, το ίδιο και ο κούκος να πετά από δέντρο σε δέντρο και με το «κούκου-κούκου» χαιρότανε και όλα τα πουλιά μαζί μας. Όλα ήταν χαρά Θεού, το γλέντι συνέχιζε μέχρι αργά το βράδυ , όλοι τους ευχαριστημένοι ξεκινούσανε, κατηφορίζοντας για το χωριό.
Μετά το 1960 και μέχρι το 1970 που το χωριό άρχιζε να κατεβαίνει στην Καστοριά και πολλοί στην ξενιτιά Αυστραλία, Γερμανία, το πανηγύρι κόπηκε. Αυτά τα χρόνια ήταν δύσκολο για να ανεβούμε, δεν υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς ούτε και δρόμος είχε γίνει. Την περίοδο 1970-1980, το Δασαρχείο έκανε δρόμους σε όλα τα δάση και ένας από αυτούς έφθασε μέχρι το Μοναστήρι.
Το 1983 που το Πάσχα ήταν αργά 8 Μαϊου , ο Σύλλογος πήρε την απόφαση φρόντισε για όλα και άξιζε το πανηγύρι. Ήταν στις 13 Μαϊου , παπάς και αυτός από το χωριό μας, ο παπα-Σωτήρης, όργανα και όλες οι ετοιμασίες και πρωί ξεκινήσαμε για το μοναστήρι. Και ενώ πρώτα πηγαίναμε με τα μουλάρια και τα πόδια, τα μουλάρια αντικατασταθήκανε με τα αυτοκίνητα. Οι περισσότεροι είχαν αγοράσει αυτοκίνητα . Φθάσαμε στο μοναστήρι με αυτοκίνητα. Όλα γίνανε όπως παλιά. Τελειώνοντας η λειτουργία, τα κόκκινα αβγά, στο λιβάδι το τραπέζι με φαγητό και ψητό, το ρακί που το αντικατέστησε το ούζο και το κρασί, η μπύρα , όλα τα δέντρα είχαν ανθίσει, ήταν χαρά Θεού, ο κούκος ασταμάτητα «κούκου-κούκου», τα πουλιά να κελαηδούνε. Ήρθε η ώρα του χορού και όλα γίνανε όπως τον παλιό καλό καιρό. Πρώτα ο χαβάς από τα όργανα, άρχισε ο χορός με πρώτο τον παπά και ο γεροντότερος Μήτσος Ζιάκας και η Μήτσαινα Μητσιοπούλου και όλοι μαζί κάναμε ένα μεγάλο κύκλο. Το χορό τον ομόρφυνε ο παπάς και ο Μήτσος Ζιάκας με το τσάμικο που και οι δύο χορέψανε πολύ μερακλίδικα και όλοι με την αράδα. Το κλαρίνο ενθουσίασε, τα πουλιά είχαν στήσει χορό. Ο αντίλαλος του κλαρίνου πάνω στα βράχια ήτανε κάτι που πολύ ομόρφυνε το πανηγύρι τη μέρα αυτή, που αρκετά χρόνια είχε να γίνει τέτοιο πανηγύρι. Αργά το βράδυ ξεκινήσαμε για το χωριό, όλοι μας κατευχαριστημένοι.
Το πανηγύρι το γιορτάζουμε κάθε χρόνο. Πολλές χρονιές που το Πάσχα είναι πιο νωρίς, ο δρόμος δεν είναι καθαρός , δεν μπορούμε να πάμε το γιορτάζουμε στο χωριό το ίδιο, όπως παλιά.