Η Ιστορία του Πεύκου
Το χωριό Πεύκο είναι κτισμένο στους πρόποδες του Γράμμου και σε υψόμετρο 980 μ. Από την Καστοριά απέχει 40 χιλιόμετρα και από το Νεστόριο 15 χιλιόμετρα.
Περνώντας το Νεστόριο, θαυμάζεις τον ποταμό Αλιάκμονα και δεξιά και αριστερά τις καταπράσινες πλαγιές. Αριστερά είναι οι καταπράσινες πλαγιές που φθάνουν μέχρι ψηλά, μέχρι τον πύργο Άσπρη Πέτρα. Δεξιά συναντάς και θαυμάζεις απότομα βράχια και πλαγιές καταπράσινες, όλο βαλανιδιές, πλατάνια, καστανιές. Κοντά στο χωριό φθάνοντας, περνάς τον παραπόταμο που περνά μέσα από το χωριό και ενώνεται με τον Αλιάκμονα. Αριστερά απότομες πλαγιές, το ύψωμα Ζιάκα και το ύψωμα Καψάλιες (ύψωμα Πεύκο), ντυμένες με οξιά και πεύκα, δεξιά είναι το ύψωμα Καραούλη, ντυμένο με βαλανιδιές και πεύκα. Κοντά στο χωριό το ομορφαίνουν πεύκα, βαλανιδιές, οξιές. Μακριά υψώνεται το ύψωμα Αλιάς και δεξιότερα ο Τσέρνος. Όλες αυτές οι κορυφές είναι ντυμένες με πεύκα και οξιά.
Προχωρώντας πιο πάνω στη ρεματιά συναντάς το παλιό χωριό Λειβάδια, που παλιά κατοικούσαν Τουρκοαλβανοί, οι λεγόμενοι «μπέηδες». Ήταν κτισμένο μέσα σε καταπράσινα λιβάδια και με άφθονα κρύα νερά. Πάνω από το χωριό το ομορφαίνουν τα πανύψηλα έλατα και λιγοστά πεύκα που είναι ξακουστά για την καλή ξυλεία.
Απέναντι βρίσκεται το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής και πιο πάνω το ύψωμα Κούλα και το εικονοστάσιο Παναγιά. Προχωρώντας για το Γράμμο, περνάς από το παλιό χωριό Λιανοτόπι που εκεί κοντά βρίσκεται το μοναστήρι ο Άγιος Ζαχαρίας, ένα παλιό μοναστήρι που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Είναι και το χωριό Ζαγάρι που και εκεί κατοικούσαν Τουρκοαλβανοί.
Ανηφορίζοντας για τον Γράμμο όλες οι πλαγιές είναι ντυμένες με πεύκα και οξιές. Φθάνοντας στον Γράμμο θαυμάζεις τις καταπράσινες πλαγιές που βόσκουν πολλά πρόβατα και αγελάδες. Ανάμεσα στις πλαγιές είναι ο ποταμός με πολύ γάργαρο νερό, κατακάθαρο που από εκεί ξεκινάει ο Αλιάκμονας και περνά μέσα πό μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα σε βράχια που είναι πάνω από εκατό μέτρα ψηλά. Κατεβαίνοντας χαμηλά στο ποτάμι θα ακούσεις που δημιουργείται με τον αντίλαλο ανάμεσα στα βράχια τον ήχο και ανάμεσα στα βράχια αφρούς από το νερό. Πιο αριστερά από το Γράμμο είναι οι Αρρένες και εκεί είναι το πανέμορφο τοπίο-καταπράσινες πλαγιές με θεόρατες οξιές. Υπάρχει και η λίμνη που γύρω την στολίζουν οι πανύψηλες οξιές. Η κορυφή είναι όλο απότομα βράχια που το υψόμετρο είναι πάνω από 2.000 μ. Αξίζει τον κόπο για να απολαύσεις όλα αυτά τα ωραία τοπία.
Μεγάλη πανήγυρη γίνεται στο χωριό Γράμμος στις 15 Αυγούστου. Τα ψητά σουβλισμένα γύρω στη φωτιά. Τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα νταούλια αντηχούν, χοροί και τραγούδια. Τα πιάτα είναι ετοιμασμένα. Πάντοτε γίνεται λειτουργία με παπά.
Το χωριό Πεύκο έχει την ιστορία του. Αρχικά λεγόταν Τούχουλη, αργότερα ονομάστηκε Πεύκο.
Γύρω στα 1800, όπως μου διηγόταν ο παππούς μου, ο παππούς του ο Μητς Δούκας ήτανε κτίστης και καταγότανε από την Πυρσόγιαννη Κονίτσης. Την εποχή του Αλή Πασά, στα Γιάννινα, που έκτιζε το φρούριο στο νησί, στη λίμνη των Ιωαννίνων, όταν άρχισε να κτίζει το φρούριο, επιστράτευσε πολλούς κτίστες. Από όλους τους κτίστες ήταν και ο προπάππους μου Μητς Δούκας. Δούλευε πολλά χρόνια και ήτανε πολύ καλός τεχνίτης. Είχε γνωριμίες με πολλούς Τουρκαλβανούς, όσο για την γλώσσα, όλοι την γνωρίζανε. Μαζί του δουλεύανε πολλοί Τουρκαλβανοί και τον αγαπούσαν, ήτανε φίλοι. Οι φίλοι του τον είπανε το μυστικό του Αλή Πασά , πως όταν τελειώσει το φρούριο, όλους εσάς τους μαστόρους θα σας σκοτώσει για να η γνωρίζουν τα μυστικά από τον εσωτερικό χώρο που είχε τις κρυψώνες, τις πολεμίστριες, τα συνηθισμένα που γινότανε επί Τουρκοκρατίας. Οι φίλοι του τον βοήθησαν να δραπετεύσει.
Τη νύχτα τον πήρανε με βάρκα, τον βγάλανε στην απέναντι όχθη και νύχτα έφθασε στην Προσόγιαννη, όπου είχε την οικογένεια του. Δεν μπορούσε να μείνει στην Προσόγιαννη, φοβούμενος πως θα τον ζητούσαν και όπως έγινε. Πήγανε οι ζαπτέδες (χωροφύλακες) και τον ζήτησαν. Πήρε την απόφαση να φύγει μακριά, σε μέρος ακατοίκητο. Παίρνει την οικογένεια του και όπου φύγει φύγει. Ύστερα από αρκετά, με κόπο έφτασε στο μέρος που θεώρησε καλό για να κρυφτεί έστω και για λίγο καιρό. Το μέρος αυτό ήταν ακατοίκητο από πολύ παλιά. Ήτανε κατάφυτο από δένδρα. Εκεί έχτισε μια καλύβα κοντά στο ποτάμι για να έχει κοντά το νερό. Η πρώτη του δουλειά ήταν να κόβει τα δένδρα, να ξεραθούν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τα έβαλε φωτιά και με τις πρώτες βροχές έσπειρε σιτάρι. Αυτό γινότανε την εποχή εκείνη, τα λέγανε και γουλιά. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν να οργώνουν τα χωράφια. Το σιτάρι το θερίζανε και το κοπανίζανε για να βγάλουν τον καρπό. Όλα πρωτόγονα.
Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί διώκονταν από τους Τούρκους και κάθε ένας φρόντιζε, μετακινούνταν για μια καλύτερη ζωή. Ήρθανε και άλλες οικογένειες. Οι Ριζοπουλαίοι, Τσιολέοι, Κυρκοπουλέοι, Χριστοπουλέοι, πέρα από το ποτάμι οι Τραντέοι και στον πάνω μαχαλά οι Ζακέοι, Λυτσέοι. Η Στάμω, ο Χ. Λίγκος ήρθε από τα Τζουμέρκα, οι Ριζοπουλέοι και Τσουλέοιαπό την Τσιαμουριά, από τη Βόρειο Ήπειρο. Οι Κυρκοπουλέοι, Γιαρέοι που είναι Λαμπροπουλέοι, Αποστολίδηδες και Χριστοπουλέοι ήρθανε από την Άραβα της Αλβανίας κοντά στην Κορυτσά. Οι Τραντέοι ήρθανε από την Κουτσούφλιανη, Ήπειρο και οι Ζακέοι από την Τσαμουριά, οι Λιτσαίοι από την Ήπειρο. Αυτό έγινε σε αρκετό καιρό και έγινε το χωριό και το ονόμασαν Τούχουλη, αργότερα ονομάστηκε Πεύκο. Όλοι τους κάνανε τα λεγόμενα καψάλια που ακόμη δείχνουν τα χωράφια που είναι χωρισμένα κάθε οικογένεια.
Γύρω στα 1870-1880 αρκετοί από το χριό Τούχουλη φύγανε και εγκατασταθήκανε αλλού. Από τους Ριζοπουλέους μερικοί πήγανε στο χωριό Λάγκα και σε άλλα χωριά, στο Βιτάν (οικογένεια Βιτανιώτη) και από εκεί στο χωριό Αλιάκμονας Κοζάνης. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη με τους Τούρκους και πολλές κλεψιές γινόταν.
Ο Λέκας ήταν πολύ καλός υλοτόμος. Πήγαινε για δουλειά στα βουνά στα χωριά της Καρδίτσας, είχε τρία αγόρια και δύο κόρες. Την μια του την κόρη την Κοντύλω την πάντρεψε με τον Μήτρο Ρίστο, στο χωριό που ζούσε στην Τούχουλη. Το 1880 έφυγε από την Τούχουλη και εγκαταστάθηκε στο Μπόσκλοβο, σημερινό Αμπελικό Καρδίτσας.
Η οικογένεια του Μήτρου Ρίστο (Δημήτριος Χριστόπουλος) έμεινε στο Πεύκο. Οι οικογένειες του Μήτρο Ρίστο και οι Κυρκοπουλέοι (Γιαρέοι) ήρθαν στην Τούχουλη από την Κολονιά της Αλβανίας. Ο Μήτρος (Δημήτριος Χριστόπουλος), που εικονίζεται στη φωτογραφία, ήτανε πολύ καλός τεχνίτης και σεβαστός γέροντας μέσα στο χωριό. Μαζί με άλλους δημογέροντες έλυναν όλες τις διαφορές του χωριού. Μαζί με τον αρχιμάστορα Χόντρο Νάσια δούλεψε, όταν κτίσανε την εκκλησία το 1913 και πρόσφερε αρκετές δωρεές. Και οι γιοί του που ήτανε στην Αμερική, πρόσφεραν αρκετά δολάρια, για το κτίσιμο της εκκλησίας. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα με τη γυναίκα του Κοντύλω. Πέθανε γύρω στο 1941.
Η ζωή είχε ανάγκες πολλές. Πήρανε από μία κατσίκα και αργότερα αγελάδες για να τρώνε γάλα, και άλογα και μουλάρια που άρχισαν να πηγαίνουν στην αγορά στην Κορυτσά και στον κάμπο της Μπηγίστας κοντά στην Κορυτσά, όπου παίρνανε φασόλια, κρεμμύδια, πράσα.
Αφού ανοίξανε οι δρόμοι, στο χωριό ήρθανε και ορισμένοι Τουρκοαλβανοί και κτίσανε σπίτια πάνω από τα δικά μας. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσανε σαν οι δικοί μας. Άνοιξαν χωράφια να έχουν λίγες κατσίκες, αγελάδες. Οι περισσότεροι ήταν τσοπάνηδες στους χωριανούς και τα παιδιά τους είχαν μάθει ελληνικά γράμματα και δουλεύανε μαζί στην υλοτομία, πριόνια. Μαζί με αυτούς είχε έλθει και ο Μιρσίν Μπέης. Είχε ανοίξει πολλά χωράφια. Είχε και μια μεγάλη μονάδα γίδια που υποχρέωνε τους χωριανούς να δουλεύουν για το θερισμό στα χωράφια του. Ζητούσε να τον βοηθήσουν και την Κυριακή πήγαινε έξω από την Εκκλησία. Όταν τελείωνε η θεία λειτουργία, τους καλούσε εθελοντικά και όχι με τη βία, που πολλοί πηγαίνανε και θερίζανε. Το ίδιο και για να βάλουν θημωνιές καλούσε τους χωριανούς που πηγαίνανε και τον βοηθούσανε. Είχε μια καλή σχέση με τους χωριανούς και αυτός βοηθούσε. Πολλές φορές έκανε γεύματα, έκοβε κρέατα και τους καλούσε για φαγοπότι.
Όλοι μαζί ζούσανε αγαπημένοι. Ο καθένας φρόντιζε να κάνει μονάδες αιγοπρόβατα. Είχανε αγελάδες και τα αρσενικά βόδια οργώνανε και σπέρνανε σιτάρι, βρίζα, καλαμπόκι. Το όργωμα και ο σπαρμός γινότανε με ξυλάλετρο, το υνί σιδερένιο και ο ζυγός. Ζεύανε τα δύο βόδια και ο γεωργός με τη βουκέντρα όργωνε και έσπερνε τα χωράφια. Το θέρισμα γινότανε με δρεπάνι. Το δένανε σε δεμάτια, το φορτώνανε σε μουλάρια, το φέρνανε στο αλώνι. Στο αλώνι στη μέση είχανε ένα αρκετά χοντρό ξύλο και ιδιαίτερα δέντρινο, βάζανε τα ζώα με τριχιά με το καμτσίκι και φωνές τα ανάγκαζαν να τρέχουν. Που το πατούσαν γινότανε το άχυρο. Καθαρίζανε το άχυρο, το βάζανε στην αχυροκαλύβα για τα ζώα. Τον χειμώνα μαζεύανε τον καρπό. Τον μαζεύανε, το λιχνίζανε και είχανε καθαρό το σιτάρι.
Δεν άργησε αυτή η ζωή. Από την Αλβανία ήρθανε οι μπέηδες, κτίσανε χωριό πάνω από τα χωριό, σε καταπράσινα λιβάδια με κρύα νερά. Το ονόμασαν Λειβάδια. Πάνω από το χωριό το στόλιζαν τα έλατα και λίγα πεύκα.
Ένας από αυτούς, μπέης, θέλησε να κτίσει σπίτι απέναντι από τα Λειβάδια, εκεί που παλιά υπήρχε το μοναστήρι της Παναγιάς Ζωοδόχου Πηγής. Κατά ομολογία ήταν παλιά που ήτανε το χωριό Λιανοτόπι. Το Λιανοτόπι ήταν μεγάλο χωριό που δείχνουν ακόμη τα χαλάσματα με πολλά οπωροφόρα δέντρα. Ήτανε χωριό χριστιανικό, με μητρόπολη και στο επάγγελμα χρυσοχόοι. Είχε το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία και της Παναγιάς Ζωοδόχου Πηγής. Το μοναστήρι Άγιος Ζαχαρίας κρατήθηκε και τώρα τελευταία επισκευάστηκε. Ενώ το μοναστήρι της Παναγιάς είχε ερημωθεί. Στα μοναστήρια αυτά είχαν και καλογέρους. Όσο για το χωριό Λιανοτόπι δεν γνωρίζω πότε χάλασε και πως εγκαταλείφθηκε. Παλιά ομολογία πως το χωριό έφυγε. Όλοι το εγκαταλείψανε μαζί και εγκατασταθήκανε σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Τον αγά τον άρεσε πολύ η τοποθεσία. Υπήρχε το υλικό από το μοναστήρι και βρύση με καλό νερό που βρίσκεται ακόμη εκεί που ήτανε κτισμένο το παλιό μοναστήρι. Κατέβηκε στο χωριό Τούχουλη, πήρε μαστόρους, σαν αρχιμάστορας ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος και άλλους. Ο αγάς τους είπε πως το θέλει να το κτίσουνε και στο ιερό να έχει όλα τα βοηθητικά του σπιτιού. Το βράδυ κοιμηθήκανε. Τη νύχτα όμως ο αγάς φώναζε. Όλη τη νύχτα ήτανε ανήσυχος. Το πρωί κάλεσε τους μαστόρους και τους είπε: «Να φύγετε. Δεν θα κτίσω. Δεν με αφήνει η δικιά σας Παναγιά. Με κτυπούσε όλη τη νύχτα». Η Παναγιά είχε κάνει το θαύμα της. Το μοναστήρι κτίστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Οι μπέηδες δεν δουλεύανε. Ζούσανε με το κλέψιμο. Κρέας κάθε μέρα, κρύα νερά, καθαρός αέρας. Η κλεψιά, η βαρβαρότητα, οι αιχμαλωσίες και πολλά άλλα ήτανε η ζωή των μπέηδων. Κάθε Κυριακή ξεκινούσαν από το χωριό τους με τις κάπες , το χειμώνα πριν τελειώσει η εκκλησία για να τους πάρουνε οι ραγιάδες για να φάνε το μεσημέρι. Ο παπάς Παπαρίζος δεν το έβλεπε με καλό μάτι αυτό που γινόταν. Περίμενε μέσα στην εκκλησία. Φεύγανε όλοι και έβγαινε για να πάει στο σπίτι του. Όταν γινότανε γάμοι, κάθε ραγιάς καλούσε και τον μπέη του και τον έβαζε να καθίσει στην κόχη, πρώτη θέση. Όταν παντρεύανε αυτοί τα παιδιά τους, τη νύφη έπρεπε να τη συνοδέψει ραγιάς μέχρι την Αλβανία. Στο γάμο ο γαμπρός δεν ερχότανε. Κάνανε γάμους με ψητά και ερχότανε πολλοί, αλλά όχι ο γαμπρός. Μπροστά το συμπεθεριακό και από κοντά η νύφη, που ο ραγιάς να την κουβαλάει από το καπίστρι και η νύφη καβάλα στο άλογο. Να γνωρίζει αν στο δρόμο σου κτυπήσει το χέρι, να την κατεβάσεις να κάνει την ανάγκη της και να τη βοηθήσεις να ξανακαβαλικέψει. Όσο για το φαγητό δεν χωρίζανε, τρώγανε μαζί.
Αυτά και άλλα κακά υποφέρανε οι ραγιάδες πριν την απελευθέρωση το 1912.
Οι Αλβανοί με αρχηγό τον Σάλι Μπούτκα επαναστάτησαν για να κάνουν ανεξάρτητο κράτος. Από τους Τούρκους πολλοί κατατάχτηκαν στον τουρκικό στρατό εθελοντές, με την ελπίδα να μπουν στη Θεσσαλία και να αρπάξουν ελληνικές περιουσίες. Ο Σάλι Μπούτκας με τις ομάδες του μπήκε μέσα στα χωριά Γιαννοχώρι, Σλήμνιτσα, Μονόπυλο, Πεύκο και ζητούσε λίρες τουρκικές για να οπλίσουν το στρατό τους. Παίρνανε κοπάδια ζώα. Ήτανε οι περισσότεροι κλέφτες για να ρημάζουνε τους Έλληνες, να πάρουν ότι έχουν.
Με την κήρυξη του Βαλκανικού-Τουρκικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1912, αυξήθηκαν οι ελπίδες των κατοίκων πως θα ελευθερωθούνε από την τουρκική σκλαβιά. Αρχές Νοεμβρίου του 1912 ήρθε σαν αρχηγός ομάδας ο Ιωάννης Κοτρώνης με ομάδα από τα γύρω χωριά. Ο Ι. Κοτρώνης καταγόταν από το Γιαννοχώρι. Άφησε τη δουλειά του, που δούλευε στην περιοχή της Άρτας και ήρθε να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας του. Στις 11 Νοεμβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Καστοριά. Ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε προς Κορυτσά. Οι ελπίδες για ελευθερία είχαν έλθει και περιμένανε όλα τα χωριά με μεγάλη χαρά.
Στις 20 Νοεμβρίου ο οπλαρχηγός Δημήτρης Κορδίστας επικεφαλής ομάδας με πενήντα άνδρες, έφθασε στην Τούχουλη (Πεύκο), με σκοπό να καταστρέψει τα αλβανικά χωριά Λειβάδια, Ζαγάρι, Φούστα, για να τους εκδικηθεί αυτούς που τόσα κάνανε σε βάρος των Ελλήνων. Τις αιχμαλωσίες, τις αρπαγές, ολόκληρα κοπάδια και άλλα τόσα υποφέρανε οι Έλληνες.
Στην Τούχουλη (Πεύκο) ήθελε να εκδικηθεί και τους Τουρκοαλβανούς κατοίκους του χωριού. Οι δημογέροντες τον παρακαλέσανε πως αυτό δεν είναι σωστό. « Ζούμε σαν χωριανοί και δεν έχουμε κανένα παράπονο, θα είναι μεγάλο κακό». Αναγκάστηκαν να του δώσουν λίρες τούρκικες που είχανε συγκεντρώσει για την εκκλησία.
Το βράδυ αυτό έμεινε στο Πεύκο ένας κάτοικος από τα Λειβάδια, που υπηρετούσε στον τουρκικό στρατό στη Θεσσαλονίκη. Ήτανε γιος του Τσένου Τραντέϊκου Αγά. Το έμαθε ο Κορδίστας και πήγε και τον ζήτηξε. Τον κρύψανε. Του είπανε πως έφυγε για το χωριό Λειβάδια. Νύχτα τον φυγαδεύσανε, όπου πήγε στα Λειβάδια και τους διηγήθηκε πως στο Πεύκο είναι ο Κορδίστας με πενήντα παλληκάρια και δεν έχει καλό σκοπό. Θα μας σκοτώσει. Η γυναίκα του Τζιαμάλ Μπέη είπε: « Τι θέλουν τα ντότσια; (αρβανίτικη λέξη – ελληνικά : κοπέλια). Να φάνε; Έχουμε να τους δώσουμε ότι θέλουν. Λίρες θέλουν; Θα τους δώσουμε».
Την άλλη μέρα ο Κορδίστας ξεκίνησε για το χωριό Λειβάδια, μαζί του και ορισμένοι Τουχουλιώτες. Οι Αλβανοί κάτοικοι στα Λειβάδια τους περιμένανε. Τους δεχτήκανε, τους είχανε ετοιμάσει φαγητά και γλυκίσματα. Τους προσφέρανε λίρες, τους παρακαλέσανε να μην τους σκοτώσουν, αλλά ο Κορδίστας ήταν αποφασισμένος να καταστρέψει αυτά τα τρία χωριά: Λειβάδια, Ζάγαρι, Φούστα. Άρχισε από έναν έναν. Πρώτα τους άνδρες , τις γυναίκες και στο τέλος και τα παιδιά, σε μια αχυροκαλύβα, χτυπώντας θανάσιμα, τους έριχνε πανωτούς. Κατά ομολογία τη νύφη του Τζιαμάλ Μέη που ήτανε και πολύ όμορφη, την ζήτησε να γίνει χριστιανή για να της χαρίσει τη ζωή. Δεν το δέχτηκε. «Όπου όλοι οι δικοί μου και εγώ μαζί». Αφού τους έσφαξε όλους, το βράδυ αυτό κοιμηθήκανε στα Λειβάδια και φάγανε ότι τους είχανε ετοιμάσει. Το πρωί τους βάλανε φωτιά και τους κάψανε. Στο διάστημα αυτό στον αχυρώνα που τους είχαν ρίξει όλους τον έναν πάνω στον άλλον, δύο είχανε τραυματιστεί ελαφρά. Ο Τσημής αγάς Τσιολέϊκος, αυτόν τον είχαν κτυπήσει στο μάτι και είχε τραυματιστεί μόνο εκεί, ζήτησε από τους άλλους ποιος μπορεί να σηκωθεί για να φύγουνε. Ένας ακόμη που ήτανε στην πλάτη τραυματισμένος μπορέσανε και φύγανε. Φθάσανε στο Ζαγάρι και τους είπανε το κακό που έγινε στα Λειβάδια και ότι πρέπει να φύγουνε.
Τη νύχτα πήγανε στο χωριό Φούστα και αφού συσκέφτηκαν αποφάσισαν να αντισταθούν στον Κορδίστα με τα όπλα που είχανε, να μην τον επιτρέψουν να εισέλθει στο χωριό τους. Οπλίστηκαν όλοι μαζί και από το χωριό Φούστα κατέλαβαν τα επίκαιρα σημεία με απόφαση να πολεμήσουν κατά των ανταρτών. Ο Φετή Μπέης από το χωριό Φούστα, φίλος του Ιωάννη Κοτρώνη, μαζί με έναν άλλο πήγε στο Γιαννοχώρι και τους γνωστοποίησε την κατάσταση που δημιουργήθηκε- την καταστροφή στο χωριό Λειβάδια– και ζήτησαν την προστασία των κατοίκων του Γιαννοχωρίου για να σωθούν.
Ο Ι. Κοτρώνης με είκοσι ενόπλους από το Γιαννοχώρι κατέφθασε στο Ζαγάρι. Διαπίστωσε την επικίνδυνη κατάσταση που δημιουργήθηκε. Τους βεβαίωσαν τους κατοίκους πως δεν θα επιτρέψει στον Κορδίστα να πάει στο χωριό τους. Αναχώρησε για το χωριό Λειβάδια για να συναντήσει τον Κορδίστα και να τον αποτρέψει να εισέλθει στο Ζαγάρι. Πραγματικά έξω από το χωριό και όχι μακριά συνάντησε τον Κορδίστα μαζί με την ομάδα του, ο οποίος προχωρούσε χωρίς καμιά προφύλαξη, πιστεύοντας ότι θα γίνει δεκτός. Ο Ι. Κοτρώνης με συντομία του είπε πως «το σχέδιο σου προδόθηκε από δύο που διέφυγαν από το χωριό Λειβάδια» κι Αλβανοί τον περιμένουν με τα όπλα τους οχυρωμένοι σε επίκαιρα σημεία του χωριού τους. Γι αυτό δέχτηκε την πρόταση του Ι. Κοτρώνη «Είναι προτιμότερο να γυρίσεις στο χωριό Τούχουλη». Όλοι μαζί, αφού πέρασαν από τα Λειβάδια, αντί να πάνε στην Τούχουλη, πήγαν όλοι μαζί στο Γιαννοχώρι.
Οι Αλβανοί κάτοικοι των χωριών Ζαγάρι και Φούστα έστειλαν κάποιο απεσταλμένο τους και προσκάλεσαν τον Σάλι Μπούτκα για να τους προστατεύσει.
Ο Σάλι Μπούτκας με τους δύο γιούς του που ήταν οπλαρχηγοί συγκέντρωσαν άλλους διακόσιους. Κατέφτασαν στο χωριό Ζαγάρι. Το ίδιο έκανε και ο γαμπρός του Τζιαμάλ Μπέη. Όταν έμαθε τη σφαγή του πεθερού του και της οικογένειας του κατέφθασε στο Ζαγάρι. Έτσι η κατάσταση στην περιφέρεια επιδεινώθηκε. Τα ελληνικά χωριά διέτρεχαν τον κίνδυνο της καταστροφής. Στις 28 Νοεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, μετέβησαν από το Ζαγάρι στα Λειβάδια Τούχουλης και διαπίστωσαν την καταστροφή που έπαθε το χωριό από τον Κορδίστα. Από εκεί κατέβηκαν στο Πεύκο για να τιμωρήσουν τους Έλληνες κατοίκους για την συμμετοχή τους στην καταστροφή του χωριού Λειβάδια, όσο και τους Αλβανούς κατοίκους του χωριού Πεύκο, γιατί δεν φρόντισαν να ειδοποιήσουν τους κατοίκους του χωριού Λειβάδια για τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
Ύστερα από όλα αυτά τα γεγονότα οι κάτοικοι του χωριού Τούχουλη φύγανε προς το Νεστόριο (Λιάγγα), παίρνοντας μαζί τους ότι μπορούσαν και όλα τα ζωά τους και οι κάτοικοι Αρβανίτες πήγανε στη Ρέβαση (Διποταμία). Λίγοι νέοι μείνανε στο χωριό οπλισμένοι. Πιάσανε τα υψώματα Αη-Θανάση (Ψηλοράχη), αποφασισμένοι να αντισταθούν στους Τουρκοαλβανούς.
Στο χωριό Λειβάδια ο Σάλι Μπούτκας χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες. Μια ομάδα κατέβηκε τη ρεματιά για την Τούχουλη και μια ομάδα από την Κούλα – Ντερβένι- Θόδωρο, τα υψώματα αυτά. Αυτό το έκανε γιατί φοβόταν μη κυκλωθούνε στο χωριό από το αντάρτικο που είχε ξεσηκωθεί. Η ομάδα που κατέβαινε τη ρεματιά δεν μπόρεσε να τους σταματήσει, ενώ η άλλη ομάδα από τα υψώματα Κούλα συναντήθηκε στο Ντερβένι με τον Γιάννη Κοτρώνη κι έγινε μάχη, όπου σκοτώθηκε ο Κοτρώνης και τρεις οπαδοί του Κορδίστα. Οι νέοι από το Πεύκο δεν μπόρεσαν να τους σταματήσουν. Κάνανε μάχη και τραυματίστηκε ελαφρά ο Μητρο–Νούλης, όπου έφυγε προς Γλυκονέρι, αφού επέδεσε το τραύμα του. Οι Αλβανοί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν να καίνε σπίτια.
Στο διάστημα αυτό που γινόταν μάχες, νέοι από την Τούχουλη πήγαν στην Κοτύλη και ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους Αλβανούς. Ο Γιώτα Γιώργος κάλεσε όλους τους νέους του χωριού και πρώτος αυτός έτρεξε προς βοήθεια. «Πάμε να βοηθήσουμε. Τα αδέλφια μας πήγανε στην Τούχουλη. Θα έρθουνε και στο χωριό μας». Πήρανε τους γκράδες, τα μαλιχέρια και αρχίσανε από την Ψηλοράχη τους πυροβολισμούς.
Οι Αλβανοί ήταν αποφασισμένοι να κάψουν όλο το χωριό. Κάψανε λίγα σπίτια στον πάνω μαχαλά, τα Τραντέϊκα, τα Κυρκοπουλέϊκα και τέσσερα Αλβανικά σπίτια στην Τούχουλη.
Η ομάδα που κατέβαινε από την Κούλα δεν κατέβηκε στο χωριό-τους καθυστέρησε ο Ι. Κοτρώνης. Όταν έγινε η μάχη στο Δερβένι, είχαν φθάσει μέχρι το ύψωμα Θόδωρος, πάνω από το χωριό. Όταν άρχισε το ντουφεκίδι από την Ψηλοράχη και η μάχη στο Δερβένι, από τον Θόδωρο με σάλπιγγα ειδοποίησαν «Πιστοχωρείτε». Η πιστοχώρηση έγινε και ενώθηκαν στο Θόδωρο . Όλοι μαζί γύρισαν στην Αλβανία.
Χάρη στην αυθόρμητη συμμετοχή των Κοτυλιωτών και στην ομάδα του Ι. Κοτρώνη, στη μάχη στο Δερβένι, δεν κάψανε όλο το χωριό. Στη μάχη σκοτώθηκε ο ι. Κοτρώνης και άλλοι. Ο ι. Κοτρώνης και τα τρία παλικάρια του Κορδίστα τάφηκαν την επόμενη ημέρα στον ιερό ναό της Παναγίας στο Λειβαδοτόπι. Στη μάχη που έγινε στο Δερβένι δεν έγινε γνωστό πόσοι Αρβανιτάδες σκοτώθηκαν. Το χωριό μας , προς τιμή του Ι. Κοτρώνη, ονόμασε «Γιάνκο» το μέρος όπου αυτός σκοτώθηκε-ενώ στρατιωτικά λέγεται Δερβένι.
Ο Νικόλαος Μπέλλος και ο καπετάν Σούλιος ήταν οπλαρχηγοί στο Γιαννοχώρι. Εκεί βρήκαν και τον Κορδίστα και αποφάσισαν να αντισταθούν στον Σάλι Μπούτκα.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 γινότανε μάχη μεταξύ του Ελληνικού στρατού και του τουρκικού στο στενό της Κρυσταλοπηγής (Σμαρδεστού). Η 5η μεραρχία προχωρούσε προς τα υψώματα Κομηνάδες (Σιάκη). Ο Σάλι Μπούτκας ετοιμαζότανε να κατέβει στο Γιαννοχώρι. Οι αντάρτες έπιασαν τα ψωριάρικα. Δεν δώσανε μάχη τα χωριά Γιαννοχώρι, Σλήμνιτσα, Μονόπυλο. Είχαν φύγει προς Καλή Βρύση και Νεστόριο, μαζί με τον Σάλι Μπούτκα. Κατέβηκαν στο Γιαννοχώρι τα αρβανίτικα κοντινά χωριά Βιντόβα και άλλα για πλιάτσικο. Το Γιαννοχώρι το ρημάξανε. Πήρανε όλα τα υπάρχοντα και το κάψανε ολοσχερώς. Τα αρβανίτικα χωριά Ζαγάρι και Φούστα αναγκάστηκαν να φύγουν προς την Ερσέκα της Αλβανίας.
Ύστερα από όλες τις καταστροφές ο κίνδυνος είχε περάσει. Ο Ελληνικός στρατός είχε φθάσει μέχρι την Βίγλα και το χωριό Τούχουλη. Τα καμένα σπίτια καπνίζανε ακόμη. Το κακό ήταν ακόμη μεγαλύτερο καθώς ήτανε και χειμώνας. Όλο το χωριό όμως τους βοήθησε, τους πρόσφερε τροφή γι αυτούς και τα ζώα τους κι έτσι βγάλανε τον χειμώνα.
Ο Ελληνικός στρατός είχε ακόμη να ελευθερώσει την Ήπειρο. Οι μάχες συνεχιζότανε. Στο ύψωμα έξω από τα Γιάννινα, στο Μπιζάνι, έγιναν μεγάλες μάχες. Αρκετές μέρες πολέμησαν γενναία, αν και το κρύο ήτανε μεγάλο και είχε πολλά χιόνια. Πολλοί πάθανε κρυοπαγήματα. Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 μπήκανε στα Γιάννινα. ‘Όταν έφθασε στην Τούχουλη το φιρμάνι-η είδηση δηλαδή- ότι πέσανε τα Γιάννινα, όλο το χωριό συγκεντρώθηκε στην εκκλησία και με τραγούδια και καμπανοκρουσίες χόρευαν και τραγουδούσανε. Μια ομάδα με επικεφαλής τον ξακουστό Χρήστο Σταμούλη (Λίγκος) και με τον οργανοπαίκτη Θ. Τρομάρα μπροστά, γυρίσανε σε όλο το χωριό, όπου κάθε νοικοκυρά τους κερνούσε ρακί και κρασί και τους έκανε πιο ενθουσιασμένους.
Τραγουδούσαν στα αρβανίτικα το παρακάτω:
Ας κουλσούν, ορέ Γιουβάν,
Άντε ποστ ρε Μπιζάνι
Στα Ελληνικά : « Μπράβο σου ορέ Θεέ μου, που έπεσε το Μπιζάνι». Και πολλά άλλα ελληνικά τραγούδια έγιναν, και όλα αυτά μας δείχνουν ότι το χαρήκαν και γιόρτασαν την απελευθέρωση.
Οι Αρβανίτες κάτοικοι της Τούχουλης δεν το είδανε με καλό μάτι. Και ήτανε φυσικό, γιατί εκεί έγινε Ελληνικό κράτος. Ο Κιόρε Λίγκος τραγουδούσε και γύριζε με τον οργανοπαίκτη Κιόρε, που θα πει τυφλός στα αρβανίτικα, γιατί είχε ένα μάτι βλαμμένο. Η ζωή άλλαξε. Έπαψαν να είναι ραγιάδες στους μπέηδες και να δουλεύουν για αυτούς. Ήταν ελεύθεροι πια να φροντίζουν για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους και πρώτα από όλα φρόντισαν την εκκλησία. Είχανε μια μικρή εκκλησία στο μέρος που είναι κτισμένη η σημερινή και πήρανε απόφαση να κτίσουν καινούρια.