Η εκκλησία
Το 1913 οι κάτοικοι του χωριού Τούχουλη πήραν απόφαση να κτίσουν μια καινούργια εκκλησία, αυτή που είναι σήμερα. Ζήτησαν τη βοήθεια και από τους Ξενιτεμένους στην Αμερική, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν. Κάνανε μία αδελφότητα όλα τα χωριά, Πεύκο, Γιαννοχώρι, Σλήμνιτσα, Μονόπουλο, Νεστόριο, Πευκόφυτο, όπου στείλανε δολάρια. Υπάρχει η απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως και βρίσκεται στην εκκλησία. Την φρόντισε ο Αποστόλης Ριζόπουλος. Η συμμετοχή όλων των χωριανών ήταν αυθόρμητη και ο ζήλος για να φτιάξουν μια καινούργια εκκλησία πολύ μεγάλος. Βάλανε πολλή προσωπική εργασία. Όλο το υλικό το κουβαλούσανε με τα ζώα τους. Πήγαιναν όπου υπήρχε η καλύτερη πέτρα. Βάλανε και τα πελεκητά αγκωνάρια που την ομορφαίνουν. Όλη η εξωτερική εμφάνιση οφείλεται και στον Χοντρο-Νάστα, τεχνίτη από την Κοτύλη. Όλη η ξυλεία, όπως και η πλάκα για την σκεπή έγιναν με προσωπική εργασία.
Ύστερα φρόντισαν για τον εσωτερικό χώρο. Πήραν έμπειρους τεχνίτες από την Ήπειρο, από το χωριό Ασημοχώρι Κονίτσης. Όλοι τους φροντίζανε για την ξυλεία που χρειαζότανε. Τους τεχνίτες τους ταϊζανε με τη σειρά όλο το χωριό. Όλο αυτό το κόσμημα το εσωτερικό έγινε χειροποίητο. Για τις εικόνες που χρειαστήκανε και τις καντήλες σε κάθε εικόνα έγινε δωρεά. Επίσης βρίσκονται και τα ονόματα των δωρητών. Με δωρεές επίσης κτίστηκε και το καμπαναριό, που έγινε και αυτό με προσωπική εργασία.
Σχολείο μέχρι τότε δεν είχανε. Τα λίγα γράμματα τα μαθαίνανε στην εκκλησία και δάσκαλος ήταν ο παπάς του χωριού. Δίπλα στην εκκλησία έκτισαν το σχολείο. Επειδή το μέρος δεν ήταν κατάλληλο – ήτανε υπόγειο και η αυλή της εκκλησίας ήτανε επίσης και η αυλή του σχολείου- αργότερα κτίσανε εκεί το καμπαναριό.
Στη συνέχεια αναφέρονται τα ονόματα των δωρητών και όλο το κείμενο της Γενικής Συνέλευσης.
« Η ημετέρα αδελφότης εις γενικήν συνέλευσιν, ήτις έλαβε χώραν την 1η Ιανουαρίου 1919, αποφάσισε δια ψηφίσματος όπως σταλεί εις την ιδιαιτέραν ημών πατρίδα κατάλογος περιλαβών άπαντα τα ονόματα των μελών και το ποσόν το οποίον έκαστος έχει προσφέρει από το έτος 1910 μέχρι σήμερον, ίνα αφ΄ ενός μεν γνωρίση το κοινόν τας δαπάνας, τας οποίας έχομε κάμει μέχρι τούδε υπέρ του θεαρέστου έργου, αφ΄ ετέρου δε ιδώσι τας γενναίας προσφοράς των πατριωτών. Θα αναγινώσκεται δε ο κατάλογος παρά του ιερέως κατ΄ έτος εν τη εκκλησία την 16 Ιουλίου επέτειον της μνήμης του ανεγερθησομένου ναού.
Όθεν παρακαλούνται άπαντες οι κ.κ. εγγεγραμμένοι εν τη αδελφότητι και μη, όμως μετά πάσης ευλαβείας εξακολουθήσωσι προσφέροντας τας γενναίας δωρεάς και συνδρομάς των προς ευδοκίμηση της αδελφότητος, διότι θεωρούμεν ως το θεαρεστότερον και ευεργετικότερον έργον το οποίον δυνάμεθα να προσφέρωμεν προς την ιδιαιτέραν ημών πατρίδα, καθότι το ποσόν το οποίον θα εισπράττεται και έχει μέχρι σήμερον εισπραχθεί θα διατεθεί πρωτίστως εις την ανέγερσιν του ιερού ημών Ναού, μετά δε την τελειοποίησιν του Ναού, θα αποφασίσωμεν δια την ανέγερσιν κωδωνοστασίου.
Καθώς πάντες γνωρίζομεν, το σχολείον μας ευρίσκεται εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε να είναι αναγκαίο κατεδάφισις αυτού ή η επιδιόρθωσις αυτού η επιτέλους η εκ θεμελίων ανακαίνισις αυτού, εάν η Αδελφότης ήθελεν αποφασίσει ούτω.
Ως εκ τούτου εγκρίνομεν και θεωρούμεν ιερόν καθήκον την διατήρησιν και εξακολούθησιν της Αδελφότητος ημών, προτρέπομεν δε πάντας ίνα και εκ του υστερήματος των ακόμη προσφέρωσιν ότι δύνανται υπέρ της Αδελφότητας, διότι μόνον δια του χρήματος κατορθούται το παν.
Ευελπιστούντες ότι πάντες θα ασπασθώσι τας ιδέας μας, διατελούμεν μετ’ αγάπης.
oι παπάδες του χωριού μας από την ίδρυση του
Ο Ρίζος Παπαρίζος, γιος του Μητς Δούκα, ήτανε ο πρώτος παπάς. Στη συνέχεια έγινε παπάς, ο γιος του Αθανάσιος (Παπαθανάσης), αλλά έμεινε πολύ λίγο στο χωριό και ύστερα πήγε παπάς στο Σιούλιο. Το 1898, όταν είχε ξεσηκωθεί το κομιτάτο, τον εκτέλεσαν μαζί με τον επίτροπο του χωριού. Μια μέρα κι αφού είχε τελειώσει ο εσπερινός, έξω στην αυλή της εκκλησίας τον περιμένανε. Τους καλωσόρισε και τους κάλεσε στο σπίτι για ένα ρακί. Πήγανε μαζί του, όπου τους πρόσφερε ρακί και για μεζέ τυρί. Ο αρχηγός του κομιτάτου πήρε με το πιρούνι, το έφερε μέχρι το στόμα του και δεν το έφαγε. «Δεν θέλω το τυρί σου παπά» είπε. « Κείνο που θέλω από σένα είναι να με ακολουθήσεις χωρίς καμιά αντίρρηση». Σηκώθηκε και τους ακολούθησε στην πόρτα. Η παπαδιά τον έπιασε από το χέρι και του είπε: « Που πάς; Δεν έχουν καλό σκοπό». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Τι να κάνω; Εάν δεν πάω, θα με σκοτώσουν εδώ». Τους πήγανε μαζί με τον επίτροπο του χωριού στο προαύλιο της εκκλησίας και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Οι ντουφεκιές ακούστηκαν μέχρι το σπίτι της οικογένειας. Φωνές και σπαραγμός. Τους κομμάτιασαν όλο το κορμί τους με το ξίφος.
Πολλά χρόνια ήτανε παπάς ο Θόδωρος Ζιάκας (Παπαθόδωρος). Στη συνέχεια ο παπα- Στέργιος. Ήτανε από το χωριό Χρυσή, γαμπρός του Παπαθόδωρου. Αυτός ήτανε παπαδάσκαλος. Πριν, για δάσκαλο στο χωριό είχανε κάποιον από το Γιαννοχώρι και τον Γεώργιο Μαργαρίτη από την Κοτύλη, όπου τους πλήρωνε το χωριό.
Μετά το θάνατο του παπα-Στέργιου το 1926, έστειλε το κράτος δάσκαλο και τον πλήρωνε το κράτος. Πρώτος Δάσκαλος, ο Αντώνιος Δακόπουλος, πολύ καλός δάσκαλος. Στη συνέχεια άλλος δάσκαλος ήτανε ο Γρυμπογιάννης και μετά από αυτόν ο Ρίζος Παπαρίζος-δάσκαλος από το χωριό μας, μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1925 έγινε παπάς ο Ιωάννης Παπαρίζος (Παπαγιάννης), γιος του Παπαθανάση. Μετά τον θάνατο του παπάς έγινε ο Κωνσταντίνος Μητσιόπουλος (Παπακώστας). Επί σειρά ετών δούλεψε στην Αμερική και ήτανε στην προσωρινή επιτροπή της αδελφότητας στην Αμερική, απ΄ όπου στείλανε τα δολάρια για την ανέγερση της εκκλησίας. Ο παπα-Κώστας βοήθησε πολύ το χωριό στις δύσκολες χρονιές στον πόλεμο και τον ανταρτοπόλεμο. Ύστερα από τον θάνατο του , στο χωριό, για λίγα χρόνια ερχότανε παπάδες από τα γύρω χωριά. Ο παπα-Πέτρος, γιος του παπα-Γιάννη , έγινε παπάς, αλλά δεν ήρθε στο χωριό μας.
Παπάς έγινε ο Ανδρέας Ζιάκας, παπα-Ανδρέας για λίγο καιρό, όπου το χωριό μετακινήθηκε στην Καστοριά.